- αιπήεις
- αἰπήεις, -εσσα, -εν (Α)ο αιπεινός*.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αἰπύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰπήεντα — αἰπήεις neut nom/voc/acc pl αἰπήεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπήεσσα — αἰπήεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπήεσσαν — αἰπήεις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιπύς — αἰπύς, εῑα, ύ (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος 2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος 3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς 4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός 5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα… … Dictionary of Greek